- αντιπίπτω
- ἀντιπίπτω (AM)επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαιμσν.προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώςαρχ.1. πέφτω μέσα σε κάτι2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῑπτονα) η αντίρρησηβ) το εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.